Tag Archives: αθήνα

Common People

31 Oct

Καμιά φορά προσπαθώ να χωρέσω στο μυαλό μου ορισμένες εικόνες -και καταστάσεις- που αν και θα έπρεπε, by default, να μου είναι εντελώς οικείες και καθόλου προς συζήτηση, αδυνατούν να χωρέσουν στο πλαίσιο της λογικής μου και όλο τις σκαλίζω να τις καταλάβω.

Εικόνες πραγματικά αυτονόητες όπως, ας πούμε, το ότι ένας, δύο, πέντε άνθρωποι μετακινούνται πάνω σε πλατφόρμες με τέσσερις ρόδες η πορεία των οποίων καθορίζεται από μια άλλη ρόδα που βρίσκεται μπροστά σε έναν από αυτούς. Ναι, στα αυτοκίνητα αναφέρομαι και, όχι, δε μεγάλωσα το 1780 μ.Χ. ούτε σε κάποιο απομακρυσμένο μέρος του κόσμου αλλά στο κέντρο της Αθήνας, τον 20ο και 21ο αιώνα.

Ή, να, δε μπορώ να καταλάβω πως μένουμε σε κουτάκια (πολυκατοικίες) τα οποία αποτελούνται από άλλα κουτάκια (διαμερίσματα) που κι αυτά έχουν μέσα τους άλλα κουτάκια (δωμάτια). Και μετά βγαίνουμε από αυτά τα κουτάκια, περπατάμε ανάμεσά τους και πηγαίνουμε όλοι μαζί να παστωθούμε σαν σαρδέλες σε άλλα, ισόγεια συνήθως, κουτάκια. Τα bars.

Κάποτε δε σχημάτιζε τόσο μεγάλο ερωτηματικό στο συννεφάκι πάνω από το κεφάλι μου η συγκεκριμένη απορία για τα bars, παντως. Και σε εκείνο το κάποτε, αλλά και πολύ καιρό μετά, ακόμα και τώρα, εδώ που τα λέμε, περνάω πολύ χρόνο μέσα σε αυτά τα παράλογα ισόγεια κουτάκια. Αλλά σε εκείνο το κάποτε που αυτό δε μου φαινόταν παράξενο, καμιά δεκαριά χρόνια πίσω και βάλε, τις περισσότερες ώρες μου τις περνούσα στο POP. Ένα μικροσκοπικό bar στην οδό Κλειτίου, στο κέντρο, πολύ κέντρο της Αθήνας, στο τρίγωνο που εκείνη την εποχή ήταν μόνο εμπορικό και όχι ψυχαγωγικό.

Το POP εκτός από το ότι ήταν η αφορμή να αλλάξει η εικόνα του κέντρου της Αθήνας τη νύχτα -μια που η επιτυχία του προσέλκυσε πολλούς ακόμα επίδοξους μαγαζάτορες που άνοιξαν, σιγά σιγά, τα μαγαζιά τους στο εμπορικό τρίγωνο- ήταν και σημείο αναφοράς των κατά περιόδων εναλλακτικών της Αθήνας. Κρυμμένο, τότε, σε μια περιοχή που την ημέρα έσφυζε από ζωή αλλά τη νύχτα η μόνη κινητικότητα που διέκρινε κανείς ήταν τα αυτοκίνητα της οδού Κολοκοτρώνη και οι αστυνομικοί του Α.Τ. Ακροπόλεως, όλοι ήθελαν να ανακαλύψουν το κρυμμένο μυστικό της πόλης και να γευτούν τις γενναίες μερίδες αλκοόλ που σέρβιρε.

Οι εν λόγω εναλλακτικοί, στα χρόνια ζωής του POP, κυκλοφόρησαν με διάφορες ονομασίες και εμφανίσεις όπως Μπελενσεμπαστιανάκια, Μπριτποπάκια, Αλτερνατίβα και, τώρα τελευταία, Χιπστεράκια. Αλλά, πιστέψτε με, οι εναλλακτικοί δεν ήταν οι μόνοι που έκαναν το POP το αγαπημένο τους στέκι. Και αυτό ήταν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα επιτεύγματά του. Μαζί με το ότι κατάφερνε κάθε καλοκαίρι να μας κάνει να σερνόμαστε στον πεζόδρομο της Κλειτίου.

Το POP φέτος το καλοκαίρι δεν μας μάζεψε στον, πολυσύχναστο πια, πεζοδρομημένο μικροσκοπικό δρόμο του αυτό το καλοκαίρι. Μόλις ανακοινώθηκε το τέλος του όλοι αυτοί που το αγάπησαν, το αγαπούσαν, το ζήλεψαν, το αντιπάθησαν, το έζησαν λιγότερο ή περισσότερο γέμισαν το twitter με παντός είδους σχόλια.

Στην αρχή θύμωσα. Με ενοχλούσε το μνημόσυνο. Με ξένιζε που τόσοι νεαροί (όχι απαραίτητα σε ηλικία) θαμώνες που το είχαν ανακαλύψει τελευταία είχαν κάνει κάτι σαν χρησικτησία της ιστορίας του. Αλλά, το POP ήταν ακριβώς αυτό: ένα μέρος γεμάτο από τις ιστορίες των ανθρώπων του. Και δεν είχα δικαίωμα να θυμώνω, κι ας μην ήταν όλες τόσο παλιές όσο κάποιες άλλες.

Το POP υπήρξε κάτι σαν το δεύτερο σπίτι μου, για πολλά χρόνια. Και, όταν μετακόμισα σε ένα κουτάκι στα 50μ. απόσταση πριν από έξι χρόνια, στο οποίο θα έστηνα το καινούργιο μου σπίτι, εκεί πήγα να γιορτάσω το νέο μου διαμέρισμα, με ένα θρυλικό Zombie, φυσικά. Κι έπειτα το άφησα εκεί, δίπλα μου, να μου προσφέρει αυτή την ασφάλεια της οικειότητας και ας την εκμεταλλευόμουν όλο και πιο σπάνια.

Γιατί τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά, θα μου πεις;
Πέρασα πριν λίγο απ’ έξω και κατάλαβα πως όλες αυτές οι ιστορίες, οι αναμνήσεις, οι έρωτες, οι απογοητεύσεις, τα σχέδια, οι φιλίες, θα είναι, για πάντα, μέσα στο μακρόστενο διάδρομό του, όπως και να’ χει, όπου και αν είμαι εγώ.
Θυμήθηκα τότε που “Άνοιξε ένα μαγαζί στην Κλειτίου, δεν είναι ακόμα επίσημα ανοιχτό αλλά μπορούμε να πάμε”.
Και πήγαμε.

Υ.Γ. Πριν ο Χριστόφορος και ο Νίκος που άνοιξαν το POP γίνουν φίλοι μας το μαγαζί ανήκε στο Γιάννη Κωνσταντινίδη (που και αυτός έγινε, αργότερα φίλος μου) ο οποίος έχει φιλοτεχνήσει τη λάμπα της φωτογραφίας, που τη λένε Λουλού Καραμπίνα και είναι ακόμα στο κομοδίνο μου.

Give me a reason to love you

15 Oct

Ανέκαθεν ερωτευμένη με το χάος της Αθήνας δε θέλω καν να τη βλέπω μπροστά μου πλεόν.
Η ερώτησή μου είναι: θα αλλάξει ποτέ αυτό; Θα μου δώσει έναν (ή και περισσότερους) λόγους να την αγαπήσω πάλι; Ή η μόνη λύση είναι η από-μακριά-και-αγαπημένες;
Πείτε μου κυρία.

trafficking

8 Dec

 

Η συζήτηση για την κίνηση μου προκαλούσε πάντοτε φοβερή πλήξη. Ζεις στην Αθήνα, έχει κίνηση, οι δρόμοι είναι χάλια, τα ΜΜΜ ελλιπή, οι Έλληνες εξαρτημένοι από το αμάξι τους. That’s it. Κατάπιε το. Ή φύγε. Εξακολουθώ να βαριέμαι αυτή τη συζήτηση. Και δεν παραπονιέμαι ούτε καν όταν βρίσκομαι αντιμέτωπη με τις 4 1/2 περίπου συγκεντρώσεις/ πορείες/ διαδηλώσεις που γίνονται κάθε εβδομάδα στο κέντρο της πρωτεύουσας κόβοντάς την στη μέση και κάνοντας την πόλη να παραλύει. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν έχει σκεφτεί κανένας λαμπερός νους πως το κέντρο δεν είναι μόνο εμπορικά καταστήματα και bar, σπασμένα πεζοδρόμια και άσφαλτος αλλά και κατοικίες ανθρώπων που το αγαπούν και προσπαθούν να το σεβαστούν και να το κρατήσουν ζωντανό -οι πόλεις χωρίς κατοίκους πεθαίνουν, αυτό να το βάλετε καλά στο νου σας. Ζουν μέσα στον ασφυκτικό κλοιό της οργής και της αστυνομοκρατίας και δεν υπάρχει καμία (μα καμία) πρόβλεψη για να γίνει η ζωή τους υποφερτή τις 4 1/2 περίπου φορές την εβδομάδα που δυσκολεύονται να πάνε στη δουλειά τους ή να γυρίσουν σπίτι τους. Πολυτέλεια, θα μου πείτε. Δε λες καλά που έχουν σπίτι…

Έχω τη φήμη της απαισιόδοξης. Και δε θα προσπαθήσω να ακυρώσω τα έπεα πτερόεντα που την διαδίδουν. Αλλά πείτε μου, αλήθεια πείτε μου, που να τη βρω τη θετικότητα και την αισιοδοξία όταν βγαίνοντας από το σπίτι μου η πορεία που συναντώ δεν είναι κάποιων εγωκεντρικών συνδικαλιστών, ούτε κάποιων παρωχημένων αριστερών και λοιπών αλλά ανθρώπων που βγήκαν στο δρόμο για να διεκδικήσουν τα αυτονόητα. Ανθρώπων που με πικρόχολο χιούμορ θα μπορούσα να πω πως είναι η κυριολεξία του μισού στο στατιστικό νούμερο 4 1/2 που περιγράφει το πόσες πορείες / διαδηλώσεις/ συλλαλητήρια γίνονται κάθε εβδομάδα στο κέντρο. Την περασμένη Παρασκευή οι άνθρωποι με κινητικές δυσκολίες βγήκαν στους δρόμους και βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους (πάντα) βιαστικούς οδηγούς που έπηζαν στην κίνηση κορνάροντας, με τα ΜΑΤ που τους επιτέθηκαν και με την άξεστη ανθρωπότητα που ευδοκιμεί σε αυτή την πόλη. Ντράπηκα.

Την  ίδια Παρασκευή, το βράδυ, έπεσα πάνω στους ποδηλάτες που διέσχιζαν την Πειραιώς. Ήταν πολλοί, πάρα πολλοί. Και διεκδικούσαν και αυτοί τα αυτονόητα με τον πιο απλό τρόπο: οδηγώντας τα ποδήλατά τους στο κέντρο της Αθήνας. Αναθάρρησα προς στιγμήν. Ήταν 3 μέρες προτού η τροχαία αποφασίσει πως το να βάλει λουκέτο, κυριολεκτικά, σε μια ολόκληρη πόλη κλείνοντας κάθε πιθανό και απίθανο δρόμο που οδηγεί στο κέντρο της είναι ο πιο εύστοχος τρόπος να αντιμετωπίσει την οργή που ενδεχομένως να διοχετευθεί με αφορμή την επέτειο των δύο ετών από τη δολοφονία ενός παιδιού, στο κέντρο της ίδιας πόλης.

Λόντρα Παρίσι Νιού Γιόρκ Βουδαπέστη Βιέννη μπρόσ’ στην Αθήνα καμιά σας καμιά σας δε βγαίνει

4 Dec

Κάποτε ένας πολύ αγαπημένος μου άνθρωπος μου έδειξε τον τρόπο να αγαπάω το χωριό μου, την Αθήνα. Το μυστικό που μου ψιθύρισε ήταν απλό: ψάξε να βρεις τις ελάχιστες, σπάνιες, κρυμμένες ομορφιές της μέσα στο χάος της και θα είναι για πάντα δικές σου γιατί θα τις έχεις ανακαλύψει εσύ, μόνη σου. Δεν θα σου έχουν χαριστεί απλόχερα όπως σε άλλες πόλεις καρτποσταλικής αισθητικής σαν τη Ρώμη, για παράδειγμα, και έτσι θα έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα και αξία. Άρχισα να περπατάω στους δρόμους της, παρατηρώντας προσεκτικά. Σαν να είχα μια κάμερα στο χέρι που έπρεπε σώνει και ντε να βρει το ωραίο κάδρο. Ανακάλυψα κτήρια -μικρά κομψοτεχνήματα που ασφυκτιούσαν ανάμεσα στα κουτιά της αντιπαροχής αλλά στέκονταν εκεί πεισματικά, μικρές παραμελημένες πλατείες (χωρίς παγκάκια ή δέντρα για να φιλοξενήσουν τους κατοίκους της πόλης τις περισσότερες φορές), στοές, αριστουργηματικές εισόδους πολυκατοικιών, σκάλες, μπαλκόνια, πεζόδρομους, αλάνες, ακόμα και κρήνες. Ναι, ναι στην Αθήνα. Όλα αυτά συνέβησαν παλιά, βέβαια. Τότε που περπατούσα ακόμα ξέγνοιαστη στους δρόμους του κέντρου, με την τσάντα ξεκούμπωτη, κρεμασμένη στον ώμο, πάρκαρα το βεσπάκι μου χωρίς να φοβάμαι μήπως δεν το βρω επιστρέφοντας και το αυτοκίνητό μου χωρίς να αναρωτιέμαι αν θα μου έχουν παραβιάσει τις πόρτες ή θα μου έχουν σπάσει τα παράθυρα ώσπου να γυρίσω.  Όταν το βήμα μου δε γινόταν πιο γοργό αργά τη νύχτα ή ακόμα και υπό το φως του αττικού ήλιου σε ορισμένες -δυσπρόσιτες πια- γειτονιές όπως σήμερα. Ο “δάσκαλός” μου αυτός δεν είναι πια εδώ. Και κάθε φορά που βρίσκομαι στις ίδιες διαδρομές προσπαθώ να σκεφτώ τι θα έλεγε αν έβλεπε την μετάλλαξη (κατάντια, ναι) του αγαπημένου του χωριού.