Archive | December, 2010

xxx(mas)

19 Dec

Περπατούσα σήμερα, που λέτε, στην Ερμού. Περπατούσα που λέει ο λόγος γιατί η λαοθάλασσα είχε κινητικότητα όμοια με εκείνη που καταφέρνουν τα λιμνάζοντα ύδατα. Σέρνονταν όλοι μαζί οι άνθρωποι που είχαν κατηφορίσει για τα τελευταία ψώνια τους στο κέντρο της πόλης και παρατήρησα πως ήταν ανέκφραστοι. Κάπως σαν την οργή και την αηδία των τελευταίων (πολλών) ημερών να τις είχαν σβήσει η αισιοδοξία που για κάποιο παράξενο λόγο κουβαλάει μαζί της η νέα χρονιά και το πνεύμα των Χριστουγέννων που όλο και από κάποιο αναμμένο λαμπιόνι ξεπηδάει και έρχεται και σου κάθεται στην καρκάλα ακόμα και αν δεν το θέλεις. Πάντως δε χαμογελούσαν και δεν έμοιαζαν ανέμελοι όπως άλλες χρονιές. Σαν να τους σταματούσαν οι τύψεις. Μη χαμογελάσω παραπάνω από όσο αναλογεί στην κατάσταση, σαν να σκέφτονταν. Μπορεί να ήταν και ιδέα μου, ποιος ξέρει. Πάντως, αυτό που σκεφτόμουν σήμερα καθώς έκανα μια προσπάθεια να διασχίσω κάθετα τη λαοθάλασσα ήταν α. στις δικές τους γειτονιές μαγαζιά δεν έχουν; και β. φέτος τα Χριστούγεννα εις την αγγλικήν, Xmas δηλαδή, τιμούν διπλά το X τους αφού η κατάσταση στην Ελλάδα είναι άγριο σεξ, σαν αυτό που γίνεται στα ΧΧΧ ξενοδοχεία.

Και του χρόνου.

trafficking

8 Dec

 

Η συζήτηση για την κίνηση μου προκαλούσε πάντοτε φοβερή πλήξη. Ζεις στην Αθήνα, έχει κίνηση, οι δρόμοι είναι χάλια, τα ΜΜΜ ελλιπή, οι Έλληνες εξαρτημένοι από το αμάξι τους. That’s it. Κατάπιε το. Ή φύγε. Εξακολουθώ να βαριέμαι αυτή τη συζήτηση. Και δεν παραπονιέμαι ούτε καν όταν βρίσκομαι αντιμέτωπη με τις 4 1/2 περίπου συγκεντρώσεις/ πορείες/ διαδηλώσεις που γίνονται κάθε εβδομάδα στο κέντρο της πρωτεύουσας κόβοντάς την στη μέση και κάνοντας την πόλη να παραλύει. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν έχει σκεφτεί κανένας λαμπερός νους πως το κέντρο δεν είναι μόνο εμπορικά καταστήματα και bar, σπασμένα πεζοδρόμια και άσφαλτος αλλά και κατοικίες ανθρώπων που το αγαπούν και προσπαθούν να το σεβαστούν και να το κρατήσουν ζωντανό -οι πόλεις χωρίς κατοίκους πεθαίνουν, αυτό να το βάλετε καλά στο νου σας. Ζουν μέσα στον ασφυκτικό κλοιό της οργής και της αστυνομοκρατίας και δεν υπάρχει καμία (μα καμία) πρόβλεψη για να γίνει η ζωή τους υποφερτή τις 4 1/2 περίπου φορές την εβδομάδα που δυσκολεύονται να πάνε στη δουλειά τους ή να γυρίσουν σπίτι τους. Πολυτέλεια, θα μου πείτε. Δε λες καλά που έχουν σπίτι…

Έχω τη φήμη της απαισιόδοξης. Και δε θα προσπαθήσω να ακυρώσω τα έπεα πτερόεντα που την διαδίδουν. Αλλά πείτε μου, αλήθεια πείτε μου, που να τη βρω τη θετικότητα και την αισιοδοξία όταν βγαίνοντας από το σπίτι μου η πορεία που συναντώ δεν είναι κάποιων εγωκεντρικών συνδικαλιστών, ούτε κάποιων παρωχημένων αριστερών και λοιπών αλλά ανθρώπων που βγήκαν στο δρόμο για να διεκδικήσουν τα αυτονόητα. Ανθρώπων που με πικρόχολο χιούμορ θα μπορούσα να πω πως είναι η κυριολεξία του μισού στο στατιστικό νούμερο 4 1/2 που περιγράφει το πόσες πορείες / διαδηλώσεις/ συλλαλητήρια γίνονται κάθε εβδομάδα στο κέντρο. Την περασμένη Παρασκευή οι άνθρωποι με κινητικές δυσκολίες βγήκαν στους δρόμους και βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους (πάντα) βιαστικούς οδηγούς που έπηζαν στην κίνηση κορνάροντας, με τα ΜΑΤ που τους επιτέθηκαν και με την άξεστη ανθρωπότητα που ευδοκιμεί σε αυτή την πόλη. Ντράπηκα.

Την  ίδια Παρασκευή, το βράδυ, έπεσα πάνω στους ποδηλάτες που διέσχιζαν την Πειραιώς. Ήταν πολλοί, πάρα πολλοί. Και διεκδικούσαν και αυτοί τα αυτονόητα με τον πιο απλό τρόπο: οδηγώντας τα ποδήλατά τους στο κέντρο της Αθήνας. Αναθάρρησα προς στιγμήν. Ήταν 3 μέρες προτού η τροχαία αποφασίσει πως το να βάλει λουκέτο, κυριολεκτικά, σε μια ολόκληρη πόλη κλείνοντας κάθε πιθανό και απίθανο δρόμο που οδηγεί στο κέντρο της είναι ο πιο εύστοχος τρόπος να αντιμετωπίσει την οργή που ενδεχομένως να διοχετευθεί με αφορμή την επέτειο των δύο ετών από τη δολοφονία ενός παιδιού, στο κέντρο της ίδιας πόλης.

Λόντρα Παρίσι Νιού Γιόρκ Βουδαπέστη Βιέννη μπρόσ’ στην Αθήνα καμιά σας καμιά σας δε βγαίνει

4 Dec

Κάποτε ένας πολύ αγαπημένος μου άνθρωπος μου έδειξε τον τρόπο να αγαπάω το χωριό μου, την Αθήνα. Το μυστικό που μου ψιθύρισε ήταν απλό: ψάξε να βρεις τις ελάχιστες, σπάνιες, κρυμμένες ομορφιές της μέσα στο χάος της και θα είναι για πάντα δικές σου γιατί θα τις έχεις ανακαλύψει εσύ, μόνη σου. Δεν θα σου έχουν χαριστεί απλόχερα όπως σε άλλες πόλεις καρτποσταλικής αισθητικής σαν τη Ρώμη, για παράδειγμα, και έτσι θα έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα και αξία. Άρχισα να περπατάω στους δρόμους της, παρατηρώντας προσεκτικά. Σαν να είχα μια κάμερα στο χέρι που έπρεπε σώνει και ντε να βρει το ωραίο κάδρο. Ανακάλυψα κτήρια -μικρά κομψοτεχνήματα που ασφυκτιούσαν ανάμεσα στα κουτιά της αντιπαροχής αλλά στέκονταν εκεί πεισματικά, μικρές παραμελημένες πλατείες (χωρίς παγκάκια ή δέντρα για να φιλοξενήσουν τους κατοίκους της πόλης τις περισσότερες φορές), στοές, αριστουργηματικές εισόδους πολυκατοικιών, σκάλες, μπαλκόνια, πεζόδρομους, αλάνες, ακόμα και κρήνες. Ναι, ναι στην Αθήνα. Όλα αυτά συνέβησαν παλιά, βέβαια. Τότε που περπατούσα ακόμα ξέγνοιαστη στους δρόμους του κέντρου, με την τσάντα ξεκούμπωτη, κρεμασμένη στον ώμο, πάρκαρα το βεσπάκι μου χωρίς να φοβάμαι μήπως δεν το βρω επιστρέφοντας και το αυτοκίνητό μου χωρίς να αναρωτιέμαι αν θα μου έχουν παραβιάσει τις πόρτες ή θα μου έχουν σπάσει τα παράθυρα ώσπου να γυρίσω.  Όταν το βήμα μου δε γινόταν πιο γοργό αργά τη νύχτα ή ακόμα και υπό το φως του αττικού ήλιου σε ορισμένες -δυσπρόσιτες πια- γειτονιές όπως σήμερα. Ο “δάσκαλός” μου αυτός δεν είναι πια εδώ. Και κάθε φορά που βρίσκομαι στις ίδιες διαδρομές προσπαθώ να σκεφτώ τι θα έλεγε αν έβλεπε την μετάλλαξη (κατάντια, ναι) του αγαπημένου του χωριού.