Image

I could have danced all night

6 Aug

aud

Wherever you’re going I’m going your way

5 Mar

Image

Η πιο στιλάτη Ανάσταση

Και τι δεν θα δίναμε για μια ευκαιρία να συναντήσουμε την Audrey. Σε ένα λεωφορείο, ας πούμε. Μάλλον αυτή την επιθυμία θέλησε να εκπληρώσει η Galaxy chocolate και αποφάσισε να αναστήσει το απόλυτο fashion icon για να χαρίσει στη σοκολάτα της χάρη και κομψότητα, έννοιες ταυτόσημες με την Αμερικανίδα ηθοποιό όχι μόνο σε όλη της τη ζωή αλλά και μετά θάνατον. H CGI Audrey δεν είναι η πρώτη φορά που η εικόνα της χρησιμοποιείται μετά θάνατον, άλλωστε. Η εταιρεία ρούχων GAP, το 2006 χρησιμοποίησε τη διάσημη σκηνή χορού από την ταινία Funny Face του 1957, για να προωθήσει τα ρούχα της.

Στην Ιαπωνία, για μια σειρά διαφημίσεων του τσαγιού Kirin Black Tea, χρησιμοποιήθηκαν επιχρωματισμένες σεκάνς από την ταινία Roman Holiday. Πολλή συζήτηση έχει γίνει για την εκμετάλλευση της εικόνας και του copyright της από τους δικαιούχους, τους απογόνους της δηλαδή, που εικάζουμε είναι πλέον βαθύπλουτοι, αλλά εμείς τους συγχωρούμε γιατί δεν μπορούμε παρά να συγκινηθούμε που βλέπουμε την αυτοκράτειρα του καλού γούστου ξανά ανάμεσά μας. Έστω και ως κινούμενη εικόνα δημιουργημένη με τη βοήθεια της τεχνολογίας.

Πολύ προτού η Audrey γίνει τσάντα, χαρτομάντιλα, μπρελόκ, τετράδια, μαγνητάκια και ό,τι άλλο franchise χωράει ο ανθρώπινος νους η Αμερικανίδα ηθοποιός ήταν ήδη το απόλυτο fashion icon και το 1961 κέρδισε μια θέση στη Διεθνή Λίστα των πιο Καλοντυμένων, μια λίστα που εμπνεύστηκε το 1941 η fashionista Eleanor Lambert και στην οποία κάθε σταρ λαχτάρησε να συμπεριληφθεί.

Δεν ήταν χυμώδης όπως η Ava Gardner ή γατούλα σαν τη Marilyn Monroe, ούτε διέθετε τη λαγνεία της Rita Hayworth. Ήταν, όμως, μια από τις ομορφότερες γυναίκες του 20ου αιώνα και ό,τι της έλειπε σε καμπύλες ή sexyness της περίσσευε σε χάρη. Ο σκηνοθέτης Billy Wilder είχε πει κάποτε για εκείνη: «Αυτό το κορίτσι, ήρθε για να κάνει το πλούσιο μπούστο ντεμοντέ».

Ο Hubert de Givenchy ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για το στιλ της μια που ήταν η μούσα του και εκείνος ο άνθρωπος που την έντυνε από τη Sabrina (1954) και μετά. Μαζί δημιούργησαν το διάσημο Little Black Dress, ένα διαχρονικό κομμάτι που βρίσκεται, πλέον, σε κάθε γυναικεία ντουλάπα. Ήταν η μούσα του φωτογράφου Richard Avedon, o Salvattore Feraggamo σχεδίαζε παπούτσια μόνο για εκείνη και η Ray Ban πρέπει να την ευγνωμονεί για την αύξηση των πωλήσεων των Wayfarers της μετά το Breakfast at Tiffany’s -αν και τα γυαλιά που φορούσε στην ταινία είναι Manhattan του Oliver Goldsmith.

Και, φυσικά, εκτός από το εξαιρετικό στιλ της και την αφοσίωσή της στο ανθρωπιστικό και φιλανθρωπικό έργο της, στην ιστορία θα μείνει και για το υποκριτικό χάρισμά της. Ήταν και μία σπουδαία ηθοποιός, η τρίτη σημαντικότερη όλων εποχών σύμφωνα με το Αμερικάνικο Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Κέρδισε πέντε υποψηφιότητες και δύο βραβεία Όσκαρ, ένα για το ανθρωπιστικό της έργο, το 1993, λίγο μετά το θάνατό της, και ένα για την ερμηνεία της στην ταινία Roman Holiday το 1953 και πολλά ακόμα βραβεία, καθώς και μια θέση, για πάντα, στην καρδιά μας.

Το κείμενο (δεν) δημοσιεύτηκε σε ένα από τα πολλά περιοδικά που επρόκειτο να κυκλοφορήσουν και δεν τα κατάφεραν, από τη Μυρόεσσα Μεταξά. 

aud

Common People

31 Oct

Καμιά φορά προσπαθώ να χωρέσω στο μυαλό μου ορισμένες εικόνες -και καταστάσεις- που αν και θα έπρεπε, by default, να μου είναι εντελώς οικείες και καθόλου προς συζήτηση, αδυνατούν να χωρέσουν στο πλαίσιο της λογικής μου και όλο τις σκαλίζω να τις καταλάβω.

Εικόνες πραγματικά αυτονόητες όπως, ας πούμε, το ότι ένας, δύο, πέντε άνθρωποι μετακινούνται πάνω σε πλατφόρμες με τέσσερις ρόδες η πορεία των οποίων καθορίζεται από μια άλλη ρόδα που βρίσκεται μπροστά σε έναν από αυτούς. Ναι, στα αυτοκίνητα αναφέρομαι και, όχι, δε μεγάλωσα το 1780 μ.Χ. ούτε σε κάποιο απομακρυσμένο μέρος του κόσμου αλλά στο κέντρο της Αθήνας, τον 20ο και 21ο αιώνα.

Ή, να, δε μπορώ να καταλάβω πως μένουμε σε κουτάκια (πολυκατοικίες) τα οποία αποτελούνται από άλλα κουτάκια (διαμερίσματα) που κι αυτά έχουν μέσα τους άλλα κουτάκια (δωμάτια). Και μετά βγαίνουμε από αυτά τα κουτάκια, περπατάμε ανάμεσά τους και πηγαίνουμε όλοι μαζί να παστωθούμε σαν σαρδέλες σε άλλα, ισόγεια συνήθως, κουτάκια. Τα bars.

Κάποτε δε σχημάτιζε τόσο μεγάλο ερωτηματικό στο συννεφάκι πάνω από το κεφάλι μου η συγκεκριμένη απορία για τα bars, παντως. Και σε εκείνο το κάποτε, αλλά και πολύ καιρό μετά, ακόμα και τώρα, εδώ που τα λέμε, περνάω πολύ χρόνο μέσα σε αυτά τα παράλογα ισόγεια κουτάκια. Αλλά σε εκείνο το κάποτε που αυτό δε μου φαινόταν παράξενο, καμιά δεκαριά χρόνια πίσω και βάλε, τις περισσότερες ώρες μου τις περνούσα στο POP. Ένα μικροσκοπικό bar στην οδό Κλειτίου, στο κέντρο, πολύ κέντρο της Αθήνας, στο τρίγωνο που εκείνη την εποχή ήταν μόνο εμπορικό και όχι ψυχαγωγικό.

Το POP εκτός από το ότι ήταν η αφορμή να αλλάξει η εικόνα του κέντρου της Αθήνας τη νύχτα -μια που η επιτυχία του προσέλκυσε πολλούς ακόμα επίδοξους μαγαζάτορες που άνοιξαν, σιγά σιγά, τα μαγαζιά τους στο εμπορικό τρίγωνο- ήταν και σημείο αναφοράς των κατά περιόδων εναλλακτικών της Αθήνας. Κρυμμένο, τότε, σε μια περιοχή που την ημέρα έσφυζε από ζωή αλλά τη νύχτα η μόνη κινητικότητα που διέκρινε κανείς ήταν τα αυτοκίνητα της οδού Κολοκοτρώνη και οι αστυνομικοί του Α.Τ. Ακροπόλεως, όλοι ήθελαν να ανακαλύψουν το κρυμμένο μυστικό της πόλης και να γευτούν τις γενναίες μερίδες αλκοόλ που σέρβιρε.

Οι εν λόγω εναλλακτικοί, στα χρόνια ζωής του POP, κυκλοφόρησαν με διάφορες ονομασίες και εμφανίσεις όπως Μπελενσεμπαστιανάκια, Μπριτποπάκια, Αλτερνατίβα και, τώρα τελευταία, Χιπστεράκια. Αλλά, πιστέψτε με, οι εναλλακτικοί δεν ήταν οι μόνοι που έκαναν το POP το αγαπημένο τους στέκι. Και αυτό ήταν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα επιτεύγματά του. Μαζί με το ότι κατάφερνε κάθε καλοκαίρι να μας κάνει να σερνόμαστε στον πεζόδρομο της Κλειτίου.

Το POP φέτος το καλοκαίρι δεν μας μάζεψε στον, πολυσύχναστο πια, πεζοδρομημένο μικροσκοπικό δρόμο του αυτό το καλοκαίρι. Μόλις ανακοινώθηκε το τέλος του όλοι αυτοί που το αγάπησαν, το αγαπούσαν, το ζήλεψαν, το αντιπάθησαν, το έζησαν λιγότερο ή περισσότερο γέμισαν το twitter με παντός είδους σχόλια.

Στην αρχή θύμωσα. Με ενοχλούσε το μνημόσυνο. Με ξένιζε που τόσοι νεαροί (όχι απαραίτητα σε ηλικία) θαμώνες που το είχαν ανακαλύψει τελευταία είχαν κάνει κάτι σαν χρησικτησία της ιστορίας του. Αλλά, το POP ήταν ακριβώς αυτό: ένα μέρος γεμάτο από τις ιστορίες των ανθρώπων του. Και δεν είχα δικαίωμα να θυμώνω, κι ας μην ήταν όλες τόσο παλιές όσο κάποιες άλλες.

Το POP υπήρξε κάτι σαν το δεύτερο σπίτι μου, για πολλά χρόνια. Και, όταν μετακόμισα σε ένα κουτάκι στα 50μ. απόσταση πριν από έξι χρόνια, στο οποίο θα έστηνα το καινούργιο μου σπίτι, εκεί πήγα να γιορτάσω το νέο μου διαμέρισμα, με ένα θρυλικό Zombie, φυσικά. Κι έπειτα το άφησα εκεί, δίπλα μου, να μου προσφέρει αυτή την ασφάλεια της οικειότητας και ας την εκμεταλλευόμουν όλο και πιο σπάνια.

Γιατί τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά, θα μου πεις;
Πέρασα πριν λίγο απ’ έξω και κατάλαβα πως όλες αυτές οι ιστορίες, οι αναμνήσεις, οι έρωτες, οι απογοητεύσεις, τα σχέδια, οι φιλίες, θα είναι, για πάντα, μέσα στο μακρόστενο διάδρομό του, όπως και να’ χει, όπου και αν είμαι εγώ.
Θυμήθηκα τότε που “Άνοιξε ένα μαγαζί στην Κλειτίου, δεν είναι ακόμα επίσημα ανοιχτό αλλά μπορούμε να πάμε”.
Και πήγαμε.

Υ.Γ. Πριν ο Χριστόφορος και ο Νίκος που άνοιξαν το POP γίνουν φίλοι μας το μαγαζί ανήκε στο Γιάννη Κωνσταντινίδη (που και αυτός έγινε, αργότερα φίλος μου) ο οποίος έχει φιλοτεχνήσει τη λάμπα της φωτογραφίας, που τη λένε Λουλού Καραμπίνα και είναι ακόμα στο κομοδίνο μου.

Ma Première Cigarette

30 Oct

H Belle de jour του Luis Buñuel έγινε 70 ετών την περασμένη εβδομάδα για να μας αποδείξει πως ο χρόνος είναι, απλώς, ένα αστείο, μια ανόητη σύμβαση που εύκολα ξεπερνιέται.

Η Catherine Dorléac, όπως είναι το πραγματικό της όνομα, έκανε το ντεμπούτο της το 1957, πρωταγωνίστησε σε πολλές ταινίες, τσίμπησε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ και μερικά βραβεία César, φωτογραφήθηκε γυμνή για το Playboy και, γυμνή ή ντυμένη, ήταν αφορμή για πολλές εξάψεις.

Ο σκηνοθέτης Roger Vadim (που την ερωτεύτηκε όταν εκείνη ήταν μόλις 17 και εκείνος είχε τα διπλά της χρόνια), ο Βρετανός φωτογράφος David Bailey, ο ιταλιάνος ηθοποιός Marcello Mastroianni, ο πολύ σκληρός για να πεθάνει αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης Clint Eastwood, ο σκηνοθέτης François Truffaut και ο media μεγιστάνας Pierre Lescure είναι μερικοί από τους άνδρες που απόλαυσαν τις χάρες της.

Αλλά όλα αυτά μπορεί να τα ξέρετε.

Αυτό που, ίσως, δεν ξέρετε είναι πως η Catherine Deneuve είναι αμετανόητη καπνίστρια και μάχεται το δικαίωμά της να ανάβει ένα τσιγάρο σθεναρά προτιμώντας να πληρώνει πρόστιμα όπου της το απαγορεύουν, στη Γαλλία.

Αυτή και ακόμα καλύτερες μουσικές ιστορίες μέχρι το ‘69 και καμιά σαρανταριά χρόνια πίσω διηγήθηκε η miss cinnamon την Τρίτη 30 Οκτωβρίου, στο Drunk Sinatra.

Λουζιτάνια μέου αμούρ

24 Oct

Αν με τους Τούρκους είμαστε ταμάμ και με τους Ιταλούς ούνα φάτσα ούνα ράτσα, οι Λουζιτάνοι είναι οι χαμένοι δίδυμοι αδελφοί μας. Μέσμος (όμοιοι) σε αλεγκρία, πονηριά και ραχατλίκι. 

Μια ταύτιση με το δυτικότερο άκρο της Ευρώπης την ένιωθα ανέκαθεν βλέποντάς μας να φιγουράρουμε αγκαζέ στις λίστες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρώτες στα αρνητικά, τελευταίες στα θετικά και πάντοτε ουραγούς στην ταξινόμηση των χωρών βάσει του βιοτικού επιπέδου τους. Θαυμάσια.

Η ομορφότερη πρωτεύουσα της Ευρώπης-σύμφωνα με την έγκριτη εφημερίδα New York Times- στεκόταν αγέρωχη, ήσυχη στους downtempo ρυθμούς της, πρόθυμη να επιβεβαιώσει ορισμένες από τις υποψίες μου και έτοιμη να διαψεύσει πολλές από αυτές καθώς το αεροπλάνο προσγειωνόταν με κάθετη σχεδόν πτώση στο aeroporto της και οι πύλες άνοιγαν αποκαλύπτοντας μια πόλη περισσότερο γουστόζικη, εξίσου απείθαρχη και τόσο πολυπρόσωπη όσο η δική μου.

Welcome home

Από ψηλά είναι εντυπωσιακή, θρονιασμένη στους 7 λόφους της, με τον πελώριο, σαν λιμνοθάλασσα, ποταμό Τάγο να εκβάλει στον Ατλαντικό εκεί στο δυτικότερο άκρο της Ευρώπης, τον μίνι Ιησού (όπως Βραζιλία) να αγκαλιάζει την πόλη, πέρα από την επιβλητική (τύπου Μπρούκλιν) γέφυρα που ενώνει το αστικό με το βιομηχανικό κομμάτι της πόλης απέναντι από το ποτάμι και ο φάρος Κάμπο Ντα Ρόκα, καταγεγραμμένος ως το δυτικότερο άκρο της Ευρώπης.

Μόλις προσγειωθείς στο aeroporto οι ομοιότητες (κάπως σαν το Ελληνικό), μαζί με μια έντονη εσάνς ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε κάνουν να νιώθεις απερίγραπτη οικειότητα. Η προσγείωση μπορεί να αποδειχτεί ιδιαίτερα τραυματική εμπειρία για εκείνους που τρέμουν τα αεροπλάνα καθώς η θέση του, ένα τσιγάρο δρόμο από το κέντρο της πόλης, αναγκάζει τους πιλότους να κατεβάζουν σχεδόν κάθετα το αεροσκάφος στο διάδρομο ταράζοντάς τους για τα λίγα μόλις λεπτά που διαρκεί η κάθοδος. Φτάνοντας είναι αδύνατο να μην αναρωτηθείς μήπως αντί για αεροπλάνο με προορισμό την πορτογαλική πρωτεύουσα επιβιβάστηκες σε χρονομηχανή και ταξίδεψες πίσω στο χρόνο. Από τους ιμάντες μέχρι τα γκισέ με τους μυστακοφόρους υπαλλήλους και από τις άτακτες ουρές για ταξί έως την 70’s αισθητική του το αεροδρόμιο της Λισσαβόνας στέλνει κύματα ρετρό νοσταλγίας.

Ο χρόνος κυλάει πηχτός καθώς περιμένουμε να παραλάβουμε τις  αποσκευές μας χαζεύοντας τα όχι και τόσο καλαίσθητα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια, τα ευτελώς διακοσμημένα δεντράκια και το πλήθος που περιφέρεται με τσιγάρα κρεμασμένα στα χείλη. Η αναμονή υπερβαίνει κάθε λογικό όριο και στη μία ώρα περίπου ρωτάμε κάποιον που μοιάζει με υπάλληλο του αεροδρομίου τι στο καλό συμβαίνει για να λάβουμε ως απάντηση ένα καθησυχαστικό ταπ ταπ στην πλάτη. Οι διερχόμενοι γηγενείς συμμερίζονται την απελπισία μας «εγώ περιμένω 2 ½ ώρες ήδη και θα είμαι τυχερός αν δεν ξημερώσω εδώ» μας λέει κάποιος «έχουν απεργία, ως συνήθως, και τα πάντα υπολειτουργούν». «Σπίτι μου, σπιτάκι μου», σκέφτομαι και βυθίζομαι νωχελικά σε μια καρέκλα περιμένοντας στωικά, εξασκώντας με επιτυχία τα όρια της υπομονής μου, όπως τόσες και τόσες φορές στην πατρίδα.

Έρωτας με την πρώτη ματιά 

Είναι νύχτα όταν τελικά κουλουριάζομαι στην πίσω θέση του ταξί τυλιγμένη στο κασκόλ μου–ο οδηγός ξέρει λίγες μόλις λέξεις στα αγγλικά και διαθέτει περιποιημένη χωρίστρα (αντικείμενο χλευασμού για τους Ισπανούς που θεωρούν τους Πορτουγέζους άξεστους και κάπως επαρχιώτες και αποκαλούν την εν λόγω χωρίστρα «αουτοπίστα ντε λος πιόχος», αυτοκινητόδρομο για τις ψείρες δηλαδή). Κάνει κρύο, πολύ κρύο. Μυρίζει Χριστούγεννα, τα φωτάκια κρέμονται αναμμένα πάνω από τους μεγάλους δρόμους, η πόλη μοιάζει ήσυχη στις κεντρικές αρτηρίες της αλλά οι ψίθυροι από τις μουσικές που ηχούν από τις γειτονιές της και τα σοκάκια της επανάστασης των γαρύφαλλων είναι πολύ έντονοι για να μην κουδουνίσουν στα αυτιά σου.

Η Αβενίντα ντα Λιμπερντάντε μοιάζει με την ήπια εκδοχή του παριζιάνικου Σανζ Ελυζέ, τη ρωμαϊκή Βία Βένετο δίχως τη γκλαμουριά του παρελθόντος, τη Βασιλίσσης Σοφίας στο λίγο πιο εμπορικό, με λαμπερά καταστήματα μεγάλων οίκων αριστερά και δεξιά, πορτιέρηδες με σιρίτια στα upper class ξενοδοχεία, δεντροφυτεμένα πεζοδρόμια. Η πολυσυλλεκτική αρχιτεκτονική, με αρτ νουβό κτίσματα, προσόψεις καλυμμένες με ασουλέχος, μαυριτανικά θεμέλια, μοντέρνες κατασκευές, καθεδρικοί ναοί, κάστρα και τύπου νεοκλασικά χαμόσπιτα δίνει έξτρα πόντους στη σύγκριση με την γενέτειρα και εντείνει την προσμονή για το σεργιάνι στους λαβυρινθώδεις δρόμους της πόλης με το ξημέρωμα.

Στη Baixa, το ιστορικό κέντρο της πόλης με τους ασπρόμαυρους πλακόστρωτους πεζόδρομους σκοντάφτει στο τέλος της η λεωφόρος και από εκεί ξεκινάει η Rua Augusta που σε στέλνει κατευθείαν στο ποτάμι αφού χορτάσει πρώτα το βλέμμα σου με τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες της πόλης. Η ώρα είναι κάπως περασμένη- λίγο μετά τις 11 μ.μ.- για ευρωπαϊκά ντινέ δεδομένα αλλά η Λισσαβόνα δεν είναι μια στριφνή ευρωπαία γεροντοκόρη, είναι έξω καρδιά κορασίδα πρόθυμη να σε κακομάθει, ανά πάσα στιγμή.

Εκτός από την ώρα της ιερής μεσημεριανής σιέστας, 2.30 –5 μ.μ. που οι πάντες αναπαύονται και μόνο ανίδεους τουρίστες σαν και εσένα θα συναντήσεις στους δρόμους. Παραδοσιακά λόκαλ μπακαλιαράδικα, αλυσίδες fast food, καλόγουστα εστιατόρια, μπαρ με τσιμπολογήματα, και παστελερίες (γλυκατζίδικα που προσφέρουν και καφέ) τα πάντα είναι ανοιχτά μέχρι αργά και σερβίρουν τις λιχουδιές τους. Ε, ναι, λοιπόν, σαν στο σπίτι.

Τουριστικές ατραξιόν 

Ασουλέχος (κεραμικά πλακάκια ζωγραφισμένα στο χέρι που καλύπτουν τις προσόψεις κτηρίων και αποτελούν το πιο διαδεδομένο σουβενίρ, κάπως σαν τα ελληνικά τσολιαδάκια), φάντος (αισθησιακά κλαψουροτράγουδα με διασημότερη αοιδό τους την Αμάλια Ροντρίγκεζ το σπίτι της οποίας είναι σήμερα μουσείο), βακαλάος (το γνωστό παστό ψάρι, μαγειρεμένο με 365 διαφορετικούς τρόπους, έναν για κάθε μέρα του έτους), πόρτο (γλυκό κρασί με λίγο μπράντι, σαν σαμιώτικο στη γεύση), σεξουαλική ελευθεριότητα (οι Πορτογάλοι κατέχουν την πρωτιά στα one night stands ανάμεσα στους Ευρωπαίους ετέρους), Φερνάντο Πεσόα (συγγραφέας και ποιητής), Madredeus (μουσικοί που συνδυάζουν τα παραδοσιακά φάντος με φολκ ήχους) είναι τα πιο διάσημα «προϊόντα» της Λισσαβόνας. Συν μια κλεφτή ματιά στην πόλη στην ταινία του Βιμ Βέντερς «Lisbon Story» και μερικά ιστορικά αναγνώσματα για την επανάσταση των γαρύφαλλων και νομίζεις πως έχεις πλήρη εικόνα.

Αμ δε.
Το τραμ νο. 28 (θα το ακούσεις και ως ελέκτρικου) είναι η καλύτερη τσάρκα για να ανακαλύψεις τα πολλά θαύματα της Λίσμποα. Ένα ξύλινο κίτρινο βαγόνι που χρονολογείται από τα 1930 και σκαρφαλώνει –τύφλα να’ χει η Disneyland και τα απανταχού roller coasters- στους λόφους, περνάει από τα μυθικά κομμάτια της πόλης: Εστρέλα, Τόρε ντε Τόμπο, Μιραντόρ Σάντα Λαζία, Σάο Τομέ, Γκράτσια Φόρνο δο Τιγιόλο αγκομαχώντας στις ανηφόρες και αναπτύσσοντας τρελές ταχύτητες στις κατηφόρες και σου κόβει την ανάσα τόσο με τη θέα όσο και με τη διαδρομή.

Βαθιά υπόκλιση και βγάλσιμο καπέλου στους κατοίκους της Λισσαβόνας που καταφέρνουν να παρκάρουν τα αυτοκίνητά τους σε μια τρίχα απόσταση από το βαγονέτο, πραγματικά κέρδισαν τον θαυμασμό μου. Το ελέκτρικου δεν είναι το μόνο λούνα παρκ αξεσουάρ της πόλης. Τα φημισμένα ασανσέρ της (με διασημότερο το Elevador de Santa Justa, κατασκευασμένο το 1902 από τον μηχανικό Ραούλ Μεσνιέρ ντι Πονσάρντ μαθητή και θαυμαστή του ‘Αιφελ, από όπου όλοι περνάνε για μια καρτποσταλική αποτύπωση της υπέρτατης ρομαντζάδας της πόλης) αποτελούν μέσο μεταφοράς για τα κουρασμένα πόδια και διασκεδαστική συνήθεια- αν δεν πάσχετε από υψοφοβία/ κλειστοφοβία/ ακροφοβία.

Πανοραμική θέα προσφέρεται επίσης από το Καστέλο Σάο Ζόργκε στον ψηλότερο λόφο –όπου δεν μπόρεσα παρά να χειροκροτήσω την ευστροφία των πορτογάλων που το έχουν μετατρέψει στην απόλυτη ατραξιόν, με καφέ, εστιατόριο και τηλεσκόπια εντός του σε αντίθεση με εμάς που αφήνουμε να καταρρέουν πολύ καλύτερα μνημεία/ κάστρα σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, π.χ. Μεθώνη αντί να τα εκμεταλλευόμαστε τουριστικά- και την εκκλησία της Σάντα Ενγκράσια που θα έχετε ήδη δει σε χιλιάδες καρτποστάλ.

Το περπάτημα ως εκεί προσφέρει λαχάνιασμα και εξαιρετικές εικόνες της παμπάλαιας συνοικίας της Αλφάμα στη διαδρομή αλλά αξίζει πραγματικά τον (πολύ) κόπο. Αν διψάτε για αξιοθέατα πάρτε το τραμ (σύγχρονο) 15 για τη Μπελέμ, προάστιο που οι ντόπιοι θα σας περιγράψουν ως μακρινό αλλά βρίσκεται 15’ μακριά από το κέντρο και διαθέτει πληθώρα μουσείων και αξιοθέατων συν τα πιο διάσημα γλυκά της χώρας και δύο κήπους για να δοκιμάσετε τις αντοχές σας στο κρύο.

Το ανατριχιαστικό γοτθικό Μοναστήρι του Αγίου Ιερώνυμου, με το Αρχαιολογικό Μουσείο, τον Πύργο της Μπελέμ, μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco, το Berardo, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και Design εντός του Πολιτιστικού Κέντρου όπου μπορείς να παρακολουθήσεις από υπερθεάματα, συναυλίες, εκθέσεις, ομιλίες και ο,τι χωράει ο νους σου, το φανταστικό μουσείο με τις χλιδάτες άμαξες, μοναδικό στην Ευρώπη, υποφωτισμένο, εντός του Παλατιού που ξυπνάει τη Μαρία Αντουανέτα που κρύβει μέσα της κάθε θηλυκή επισκέπτριά του και το μουσείο Θαλάσσης βρίσκονται εδώ, δίπλα το ένα στο άλλο.

Πίσω στην πόλη Μουσεία και ειδυλλιακό background για περιπάτους α λα μπρατσέτα διαθέτει και η πόλη, εννοείται, στις γοητευτικές γειτονιές του κομψού Chiado (και για ψώνια με επώνυμο στην ούγια), στην ατμοσφαιρική Αλφάμα, ανάμεσα στις βίλες και τις πρεσβείες της Λάπα, ακόμα και στη ντεκαντάνς της Γκράσια ο έρωτας αφήνει τις ευωδιές του στον κρύο αέρα. Το Πάρκο των Εθνών και το Ενυδρείο, λίγο πιο έξω από την πόλη είναι μια ενδιαφέρουσα βόλτα αν τυχόν βαρεθείτε το κέντρο- αν και απίθανο το βρίσκω.

Tourists respect the Portuguese silence or go to Spain
(τουρίστες, σεβαστείτε την ησυχία των Πορτογάλων ή πηγαίνετε στην Ισπανία)

Το άνωθι σύνθημα θα το συναντήσετε παντού. Η Λισσαβόνα κινείται σε downtempo ρυθμούς, είναι χαλαρή και πανομοιότυπη σε ραχατλίκι με την Αθήνα πλας τη μεσημβρινή της σιέστα αλλά αυτό δε σημαίνει πως δεν είναι ταυτόχρονα μια πολύβουη πόλη, ολοζώντανη κάθε στιγμή. Αμέτρητα στιλάτα αλλά και πιο μποέμ εστιατόρια, απίθανα μπαρ και μαγαζιά με ιδιαίτερα και πρωτότυπα ρούχα βρίσκονται στο Bairro Alto όπου χτυπάει η εναλλακτική καρδιά της πόλης.

Αφήστε παράμερα τον καθωσπρεπισμό σας, παραμερίστε τα αμέτρητα βαποράκια που προσφέρουν τεράστια γκάμα ναρκωτικών-χωρίς να είναι πιεστικοί και δίχως να νοιάζονται για την ελάχιστη ζήτηση παρά την πελώρια προσφορά-και απολαύστε πάμφθηνα-με 3-4 έουρος είναι αδύνατο να αντισταθείς ακόμα και αν δεν είσαι φαν του αλκοόλ- γευστικά κοκτέιλ και νοστιμότατα δείπνα στα εστιατόρια με κουζίνες από όλον τον κόσμο. Ανηφορίστε με τα πόδια ή αρπάξτε ένα ταξί που θα σας θυμίσει οικεία κακά κάνοντάς σας περιττές βόλτες ώσπου να σας οδηγήσει στον προορισμό σας για να αυξήσει τα έουρος που θα λάβει για την εξυπηρέτηση- μην πτοείστε, όμως, γιατί τα ταξί είναι υπερβολικά φτηνά.

Για πιο mainstream, τύπου παραλιακής Αθηνών, Ιεράς οδού, Γκαζίου και περιχώρων, διασκέδαση μπείτε σε ένα ταξί και πείτε τη μαγική λέξη «ντόκας». Εκεί στα Docas βρίσκονται παλιές αποθήκες του λιμανιού που έχουν μετατραπεί σε μέγκα κλαμπς, κυριλέ εστιατόρια και καφέ και συγκεντρώνουν τους συντηρητικότερους και πιο χλιδάτους ντόπιους και επισκέπτες, κυρίους με πούρα και νεαρές με οξυζεναρισμένο μαλλί. Μοντέρνα μεν, κάπως κιτς δε, ο,τι πιο κοντινό αισθητικά στις μεγάλες πίστες των Αθηνών και τα 80’s, το πολύ 90’s αισθητικής κλαμπ μεγαθήρια και με νταμπλ ντοτ τιμές για τις εορταστικές συναθροίσεις. Είπαμε, μοιάζουμε. Πολύ.

Τα φάντος τώρα, που λέγαμε πρωτύτερα, είναι μάλλον κάτι σαν τις κομπανίες της Πλάκας μόνο στο πιο μελιστάλαχτο. Τρεμάμενη φωνή, καρδιά που πάει να σπάσει από τον πόνο και πολλή φοκλόρ διάθεση. Αν επιμένετε, πάντως, αποφύγετε τουλάχιστον τις τουριστικές παγίδες των φάντο κλαμπ με αμφιβόλου ποιότητος πριμαντόνες και μοναχά τουρίστες στα τραπεζάκια και ακολουθήστε τις ραγισμένες νότες που όλο και κάπου θα πάρει το αυτί σας, σε κάποιο μικρό σοκάκι για να βρεθείτε έστω σε κάποια λόκαλ, αυτοσχέδια μίνι συναυλία μεταξύ φίλων και να βιώσετε τη μελαγχολία στην ειλικρινή της μορφή.

Αξιοθέατα/ Μουσεία 

Castelo de Sao Jorge, Porta de Sao Jorge, Rua do Chao da Feira, Castelo, www.castelosaojorge.egeac.pt 

Se Cathedral, Largo da Se, Alfama, www.ippar.pt

Panteao Nacional De Santa Engracia, Campo de Santa Clara, www.ippar.pt

Mosteiro Dos Jeronimos, Praca do Imperio, Belem, www.mosteirojeronimos.pt

CCB (Centro Cultural de Belem), Praça do Império, Belem, www.ccb.pt

Museu Nacional dos Coches, Praça Afonso de Albuquerque, Belem, www.museudoscoches-ipmuseus.pt

Palacio de Belem, Praça Afonso de Albuquerque, Belem, www.museu.presidencia.pt

Museu de Marina, Praça do Império, Belem, www.museu.marinha.pt

Museu Nacional de Arqueologia, Praça do Império, Belem, www.mnarqueologia-ipmuseus.pt

Centro de Arte Moderna, Rua Dr Nicolau de Bettencourt, Sao Sebastiao, www.camjap.gulbenkian.org

Museu Nacional do Azulejo, Rua Madre de Deus 4, www.mnazulejo-ipmuseus.pt

Must do   

-Πιείτε την κερασένια βόμβα, ginjinha, παραδοσιακό λικέρ που σερβίρεται σε μικρό πλαστικό ποτηράκι με ή χωρίς ολόκληρα κεράσια. Πιθανόν να το βρείτε λιγότερο γευστικό από το σιρόπι για το βήχα αλλά επιβάλλεται να το δοκιμάσετε έστω μια φορά στο A Ginjinha (Largo de Sao Domingos 8, Baixa).

 Δοκιμάστε παστέις ντε φεϊζάου, ταρτάκια με βάση το φασόλι, στο Pasteis de Belem (Rua de Belem 84-92) μετά την πολύωρη αναμονή στις ουρές του.

 Πιείτε ένα καφεδάκι στο Brasileira (Rua Garrett 120, Chiado) με τον Πεσόα, το Zonar’s της πόλης, και brand name την προτομή του Πεσόα.

– Ψωνίστε γάντια στο Luvaria Ulisees (Rua do Carmo 87A, Baixa) όπου θα διαλέξετε χρώμα και σχέδιο και αν δεν βρείτε το ολόσωστο μέγεθος θα τα παραλάβετε σε 24 ώρες και θα σας ταιριάζουν…γάντι.

– Αγοράστε καπέλα από το Azevedo Rua (Praca Dom Pedro IV 72-73, Baixa) που βρίσκεται εκεί από το 1886.

– Επισκεφτείτε Τρίτη ή Σάββατο τη μεγαλύτερη υπαίθρια αγορά Feira da Ladra=Παζάρι της Κλέφτρας (Sao Vicente, Campo de Santa Clara, Gracia).

– Μάθετε την ιστορία του πόρτο (πόρτου για τους Πορτογάλους) που με λίγα λόγια οφείλει την ύπαρξή του στην έμπνευση των Πορτογάλων ναυτικών να προσθέσουν μπράντι στο κρασί για να γίνει πιο ανθεκτικό στα ταξίδια τους στο Casa Macario (Rua Augusta 272, Baixa) και το Napoleao (Rua dos Franqueiros 70, Baixa) με ένα ποτήρι στο χέρι.

– Αντί να ταλαιπωρήσετε τα αυτιά σας ακούγοντας τουριστικά φάντος αγοράστε μουσική σουβενίρ από το Discoteca Amalia (Rua de Aurea 272, Baxia) με την πελώρια συλλογή.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό GK της Καθημερινής μερικά χρόνια πριν, τότε που έγινε και το ταξίδι δηλαδή.